- ευαισθητοποιός
- -ό1. αυτός που καθιστά κάτι ευαίσθητο2. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί ευαισθητοποίησηβ) «ευαισθητοποιός ουσία» — ουσία την οποία παράγουν τα κύτταρα τού οργανισμού όταν αντιδρούν στην επίδραση τών μικροβίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθο-ποιός, κακο-ποιός].
Dictionary of Greek. 2013.